Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτραβώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτραβώ [apotravó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.7 : 1.(συνήθ. παθ.) α. απομακρύνω κπ. από κάπου, συνήθ. με διακριτικό τρόπο: Aποτραβήχτηκε σε μια άκρη για να αποφύγει το συνωστισμό / τις πολλές συζητήσεις. β. απομακρύνω κπ. από ένα περιβάλλον και τον απομονώνω ή τον αποξενώνω από αυτό: Πέθανε μόνος, αποτραβηγμένος από τον κόσμο. Άρχισε να αποτραβιέται από τις παλιές παρέες του και να δημιουργεί καινούριες. Προσπάθησε να τον αποτραβήξει από την οικογένειά του. Aποτραβήχτηκε από την πολιτική, αποσύρθηκε. 2. (προφ.) τραβώ κτ. ακόμα περισσότερο.

[απο- τραβώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτραβώ [apotravó] αποτραβά, & αποτραβάει), ipf αποτραβούσα, aor αποτράβηξα (subj αποτραβήξω), mediop αποτραβιέμαι (& αποτραβιούμαι), ipf αποτραβιόμουν, aor αποτραβήχτηκα (& αποτραβήχθηκα; subj αποτραβηχτώ & αποτραβηχθώ; imper 2sg αποτραβήξου), pf & plupf έχω-είχα
  • ① take or pull away, remove (syn L αποσύρω 1):
    • αποτράβηξε το κρέας από τη φωτιά |
    • αποτράβηξε τη ρόγα από το μωρό |
    • τον αποτράβηξε από την απελπισία, το κακό περιβάλλον |
    • οι εχθροί αποτράβηξαν τα στρατεύματά τους |
    • του αποτραβώ την προσοχή I distract his attention (syn αποσπώ την προσοχή) |
    • δεν μπορούσα να αποτραβήξω το μάτι μου από το τηλεσκόπιο (Ouranis) |
    • αφήσαν λίγο τα παιδιά της νεκρής να την κλάψουν κ' ύστερα τ' αποτραβήξανε (Venezis) |
    • θέλουνε να μας αποτραβήξουνε από το δρόμο, που θα μας ξαναφτιάξει αυτοκρατορία (Bastias) |
    • poem το χέρι μας αποτραβούμε απ' του θανάτου | το χέρι το συντροφικό (Melissanthi)
  • ⓐ take back, retract (syn L αποσύρω 1b):
    • έκανα μια κίνηση ενδόμυχα, σα να 'θελα ν' αποτραβήξω τις πρωτινές μου επιφυλάξεις (KPolitis)
  • ② attract, draw (syn έλκω L, τραβώ):
    • το ακανόνιστο βημάτισμα ενός γυναικείου τακουνιού τον αποτραβά και γυρίζει πλάι (TAthanasiadis) |
    • η μυρουδιά του χαλασμένου τυριού το τραβά, καθώς αποτραβά τον μπεκρή η μεζελήδικη κνίσα (Bastias) |
    • ό,τι την αποτράβηξε ήταν η θερμή, ερωτική ιδιοσυγκρασία της (Ouranis) |
    • poem .. αποτραβάει το σίδερο τους άντρες μοναχό του (Homer Od 16.294 Kaz-Kakr)
  • ③ mi αποτραβιέμαι pull o.s away, extricate o.s., draw away, move away (syn τραβιέμαι, near-syn απομακραίνω 3):
    • αποτραβιόταν από τον καπετάνιο, που τον είχε πιάσει από το μπράτσο (Ouranis) |
    • το πουλάρι όλο κι αποτραβιόταν, προσπαθούσε να ξελυθεί (TDoxas) |
    • δε ζητούν ν' αποτραβηχτούν από τον κίντυνο (Melas)
  • ⓑ move away, leave, withdraw (near-syn φεύγω):
    • τ' αγόρι αποτραβήχτηκε απ' το σχολειό και πολεμούσε να βγάλει το ψωμί και των δυονώ (Myriv) |
    • ένοιωσαν το ίδιο το βαπόρι ν' αποτραβιέται (Koumantareas) |
    • αποτραβιούνται σιγά σιγά από την επικίνδυνη ζώνη της ευθύνης (Melas)
  • ⓒ move to another place, withdraw, retire (syn αποσύρομαι 2, τραβιέμαι):
    • αποτραβιέμαι στην εξοχή, στο σπίτι, στο κτήμα |
    • αποτραβιέμαι στον καναπέ, στην κουζίνα |
    • αποτραβήχτηκε κάτω από τη στέγη, πίσω από τη βάρκα |
    • αποτραβήχτηκε παράμερα |
    • η επιτροπή αποτραβήχτηκε the committee retired |
    • και σ' αυτές ακόμα τις πόλεις οι Έλληνες αποτραβιούνται σε χωριστούς μαχαλάδες (Vacalop) |
    • άλλες αποτραβιόταν σε μέρος που να μην τις βλέπω (Delmouzos) |
    • οι ιδιοκτήτες είχαν αποτραβηχτεί στο δεύτερο πάτωμα, αφήνοντας όλο το πρώτο στο έλεος του Γ. (AVlachos) |
    • είχαν αποτραβηχτεί κάτω από ένα δέντρο, λίγο ξεκομμένοι απ' τους άλλους (Venezis)
  • ⓓ retire (for the night), go to one's room (syn αποσύρομαι 2):
    • ερχόταν κάποιος για συζήτηση και η Mαρία αποτραβιόταν στο δωμάτιό της (Petsalis) |
    • το ίδιο βράδυ είχε αποτραβηχτεί νωρίς, όταν άκουσε στο μικρό παράθυρο της καλύβας αλαφρά χτυπήματα (Venezis)
  • ④ move back, recoil, retreat (syn οπισθοχωρώ L, υποχωρώ L, syn phr κάνω πίσω):
    • αποτραβιέται με συστολή, με τρόμο |
    • τη φιλεί στανικά, ενώ αυτή αποτραβιέται απελπισμένη (Rotas) |
    • δυο τρία πρόσωπα βγαίνουν απ' τα παράθυρα κι αποτραβιούνται στη στιγμή (Venezis) |
    • όταν κάποτε ξαφνικά τους απλώσεις το χέρι, εκείνοι χαμογελάνε φοβισμένα κι αποτραβιούνται (Livaditis) |
    • ο θεατής, για να ιδεί καλά, πρέπει ν' αποτραβηχθεί λιγάκι μακριά από το αντικείμενο (Karouzos)
  • ⓔ move back or away, recede (syn αποσύρομαι 2, τραβιέμαι):
    • αποτραβήχτηκαν τα νερά της πλημμύρας |
    • κόντευε πια μεσημέρι, όταν το σύγνεφο άρχισε ν' αποτραβιέται (Charis)
  • ⓕ fall back, retreat, withdraw (syn υποχωρώ):
    • η ομάδα τους αποτραβήχτηκε γοργά από το πεδίο της συμπλοκής (Roufos) |
    • ο λόχος αποτραβήχτηκε στις αρχικές του θέσεις (Terzakis)
  • ⓖ distance o.s. fr, keep away fr, pull or hold back (near-syn απομακρύνομαι 4c):
    • δεν τον έκαναν παρέα στα παιχνίδια τους, μάλλον αυτός αποτραβιόταν (KPolitis) |
    • οι άλλοι συγγενείς είχαν αποτραβηχτεί από τον θείο όσο ζούσε (Glezos) |
    • αποτραβιέται από τα γνωστά αχνάρια της φαντασίας (Theodorakop)
  • ⑤ retire (fr a profession etc), resign (syn αποστρατεύομαι 2b, αποσύρομαι 2b, near-syn αποχωρώ):
    • αποτραβήχτηκε από τη δουλειά του, το πανεπιστήμιο, τη σκηνή |
    • αποτραβήξου πια από τη θάλασσα, καπτά Mανόλη (Myriv) |
    • οι ηθοποιοί πρέπει να ξέρουν πότε ν' αποτραβιούνται (Athanasiadis-N)
  • ⓗ withdraw (fr society etc), go into seclusion or retreat, retire (syn αναχωρώ 2):
    • αποτραβήχτηκε από τον κόσμο, την κοινωνική ζωή |
    • αποτραβήχτηκε σε μοναστήρι, στο χωριό του |
    • αποτραβήχτηκε στον εαυτό του, στη μοναξιά |
    • έχει αποτραβηχτεί στο περιθώριο της πραγματικότητας (Papanoutsos)

[cpd w. postmed τραβώ ← τραβίζω (τραυίζω), aor τράβιξα (τραβίξω), this fr MG ταυρίζω; cf αποταυρίζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες