Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτεφρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτεφρώνω [apotefróno] -ομαι Ρ1 : καίω κτ. ώσπου να γίνει στάχτη ή να καταστραφεί εντελώς: H πυρκαγιά αποτέφρωσε το δάσος / το σπίτι / την πόλη. Kάθε χρόνο αποτεφρώνονται μεγάλες δασικές εκτάσεις.

[λόγ. < ελνστ. ἀποτεφρ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτεφρώνω [apotefróno] ipf αποτέφρωνα, aor αποτέφρωσα (& απετέφρωσα; subj αποτεφρώσω), pf & plupf έχω-είχα αποτεφρώσει, mediop 3sg αποτεφρώνεται, aor αποτεφρώθηκε (subj αποτεφρωθεί) (L)
  • ① reduce to ashes, burn down, burn up (near-syn απανθρακώνω):
    • αποτεφρώθηκε ο βοσκότοπος, το δάσος, το εργοστάσιο, το κάρβουνο, ολόκληρο τετράγωνο |
    • αποτεφρώθηκαν δεκαπέντε στρέμματα δασικής εκτάσεως |
    • χιλιάδες στρέμματα πευκώνων αποτεφρώθηκαν |
    • η φωτιά απετέφρωσε το σώμα του Πατρόκλου (Palam) |
    • ~ νεκρό incinerate, incremate, cremate a body (syn καίω) |
    • οι πυρκαγιές αποτέφρωναν τα σπιτικά των ανθρώπων (Panagiotop) |
    • ο ήλιος φλογερός, ενοχλητικός, εννοούσε να με αποτεφρώσει (Papantoniou) |
    • poem ώχου, και να 'χε η πυρκαγιά | αποτεφρώσει τα βιβλία (Skipis)
  • ② mi αποτεφρώνομαι assume ashen or gray color, become gray:
    • ο Yμηττός από γαλάζιος γίνηκε μενεξεδίς, έπειτα μεμιάς αποτεφρώθηκε, σταχτίς κάτω απ' τον πηχτό ουρανό (KPolitis)

[fr kath αποτεφρώ ← MG, PatrG ← LK ἀποτεφρῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες