Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτελματώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτελματώνω [apotelmatóno] -ομαι Ρ1 : 1.αφήνω κτ. στάσιμο, δε συντελώ στην εξέλιξη ή στην επίλυσή του, το αφήνω σε τέλμα: Aν δε γίνουν καινούριες επενδύσεις, η οικονομία μας θα αποτελματωθεί εντελώς. Οι διαπραγματεύσεις έχουν αποτελματωθεί. 2. για κτ. που γίνεται εμπόδιο στην εξέλιξη κάποιου ανθρώπου και στην ανάπτυξη της δημιουργικότητάς του: Ο επιστήμονας, όταν σταματήσει την έρευνα, αποτελματώνεται. H καθημερινή ρουτίνα της δουλειάς με έχει αποτελματώσει. Mια αποτελματωμένη κοινωνία, χωρίς οράματα και προοπτικές.

[λόγ. αποτελμάτ(ωσις) -ώ > -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτελματώνω [apotelmatóno] mi αποτελματώνομαι, aor αποτελματώθηκα (subj αποτελματωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποτελματωθεί (L)
  • ① cause to bog down or stagnate, bring to a standstill or a deadlock:
    • οι γλωσσικές συζητήσεις το ζήτημα δεν το προάγουν, το αποτελματώνουν (Panagiotop)
  • ② mi αποτελματώνομαι bog down, get stuck, become inactive, stagnate (syn λιμνάζω):
    • ο δημοτικισμός, ο πόλεμος, η πολιτεία αποτελματώθηκε |
    • το θέμα, η υπόθεση αποτελματώθηκε |
    • οι διαπραγματεύσεις, οι συνομιλίες έχουν αποτελματωθεί |
    • αποτελματώνεται μέσα σε μιαν ανυπόφορη ομοιομορφία (Papanoutsos) |
    • ο έρωτάς της άρχισε να αποτελματώνεται στη συζυγική ρουτίνα (Karagatsis) |
    • όταν απαγορεύονταν η ανεξάρτητη σκέψη κ' η ελεύθερη συζήτηση, η ακαδημαϊκή ζωή αποτελματώθηκε (Evelpidis) |
    • στη δουλειά του μεταφραστή ο μεγάλος διηγηματογράφος θα αποτελματωθεί (Chairop, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποτελματώ (-όω), cpd w. τελματώ (τελματούνται αι λίμναι 'become marshy')]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες