Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποτείνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποτείνω [apotíno] -ομαι Ρ αόρ. απέτεινα και (σπάν.) απότεινα, απαρέμφ. αποτείνει, παθ. αόρ. αποτάθηκα, απαρέμφ. αποταθεί : (λόγ.) 1. απευθύνω, κυρίως στο ~ το λόγο σε κπ., απευθύνομαι σε αυτόν για να συνομιλήσω μαζί του: Mη μιλάς, αν δε σου αποτείνουν το λόγο. 2. (παθ.) απευθύνομαι σε κπ.: α. για να ρωτήσω κτ.: Nα αποταθείς στη γραμματεία για να σου δώσει πληροφορίες. β. για να παρακαλέσω, για να ζητήσω κτ.: Δεν έχω πού να αποταθώ για να βρω δουλειά. Aποτάθηκα σε φίλους και σε γνωστούς, όμως κανένας δε με βοήθησε.

[λόγ. < αρχ. ἀποτείνω `επεκτείνω (το λόγο)΄ κατά τη σημ. του ελνστ. ἀποτείνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
αποτείνω.
  • (Προκ. για λόγους) απευθύνω:
    • (Διήγ. παιδ. 777).

[αρχ. αποτείνω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτείνω [apotíno] ipf & aor απότεινα (& απέτεινα), mediop αποτείνομαι, ipf αποτεινόμουν, aor αποτάθηκα (& απετάθην, & αποτάνθηκα; subj αποταθώ & αποτανθώ), pf & plupf έχω-είχα αποταθεί (L)
  • ① direct by way of communication, address (syn απευθύνω 1):
    • του απέτεινα ξανά την ερώτησή μου (Ouranis) |
    • όταν μου απότειναν το λόγο, δεν ήταν από καμιά διάθεση εξηγήσεων (Valtinos) |
    • "ποιος θα σε κοιτάξει εδώ;" του απότεινε ο άνθρωπος με τα μεγάλα μάτια (Zisis) |
    • σε ποια αποτεινόταν το γράμμα, αυτό είναι άγνωστο (Mourelos)
  • ② mi αποτείνομαι direct one's words to, address o.s. to, turn to (syn απευθύνομαι 2):
    • αποτάθηκε στον αστυνομικό, στους ομογενείς, στην πωλήτρια, στο συνάδελφο |
    • ~ στο φρουραρχείο |
    • αποτείνεται προς την αίθουσα |
    • είχε αποταθεί στον υπουργό με υπόμνημά του |
    • προς τη μάνα αποτείνεται ο μέλλων αντάρτης (IPetrop) |
    • ο χριστιανισμός απετάθη προς τα έθνη (Stasinop) |
    • παρουσιάσθηκε ανάγκη ν' αποταθούν σ' εγκληματίες (Ouranis) |
    • αν αποτανθείς σε κάποιον, αυτός θα τσακισθεί για να σε υπηρετήσει (Thrylos)
  • ⓐ be directed at, be aimed at, appeal to (syn απευθύνομαι 1c, αποβλέπω 3):
    • η τέχνη αποτείνεται στις αισθήσεις, στη φαντασία |
    • η ομιλία του δεν αποτείνεται στους καλλιτέχνες |
    • η ηθική αποτείνεται στη βούληση του ανθρώπου (Theodorakop) |
    • η αρχιτεκτονική αποτείνεται στον κοινό άνθρωπο (Theotokas) |
    • τα ξόρκια δεν αποτείνουνται στο καθαρό λογικό (Kazantz) |
    • η παράσταση φιλοδοξούσε να μην αποτανθεί μόνο σ' ένα ντόπιο κοινό (Thrylos)
  • ⓑ refer to, have recourse to, appeal (syn απευθύνομαι 2c):
    • βεβαιώνει την αντικειμενική ύπαρξη της ομορφιάς του δώρου του, χωρίς να αποτείνεται στη γνώμη άλλων ανθρώπων (Karouzos)
  • ⓒ direct one's attention to, be concerned w., refer (syn απευθύνομαι 2e, ασχολούμαι):
    • η διαλεκτική δεν αποτείνεται στα ίδια τα πράγματα, αλλά στις γνώμες των προσώπων που διαλέγονται για τα πράγματα (Tatakis)

[fr kath αποτείνω ← MG, PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες