Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποταυρίζομαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποταυρίζομαι [apotavrízome] aor αποταυρίστηκα, region. & lit
  • stretch o.s. (syn τεντώνομαι):
    • χασμουρήθηκε, αποταυρίστηκε και κατέβασε το πηλήκιό του ως το δεξί του φρύδι (AKotzias) |
    • poem κι αποταυρίζεται ο ψαράς, ξυπνάει κι απλοχεράει στα δίχτυα (Kazantz Od 9.35)

[fr MG (schol.) αποταυρίζω, cpd w. MG (schol.) ταυρίζω (der of ταύρος); cf PatrG, AG ἀποταυροῦμαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go