Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποτέμνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποτέμνω.
  • Κόβω· αποκεφαλίζω·
    • (συνεκδ.) θανατώνω:
      • (Σπανός A 165).

[αρχ. αποτέμνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποτέμνω [apotémno] pass αποτέμνομαι (L)
  • cut off, chop off, sever (syn αποκόβω 2):
    • σκοτώνεται ο Eυρυσθέας, αποτέμνεται η κεφαλή του (Papatsonis)

[fr kath αποτέμνω ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go