Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσφραγίζω [aposfrajízo] -ομαι Ρ2.1 : ανοίγω κτ. που είναι κλεισμένο με σφραγίδα ή με άλλον ασφαλή και επίσημο τρόπο: H επιτροπή θα αποσφραγίσει τα γραπτά των εξετάσεων και θα ανακοινώσει τα αποτελέσματα. Aποσφραγίστηκε το σπίτι από τον αρμόδιο δικαστικό υπάλληλο.
[λόγ. < ελνστ. ἀποσφραγίζω (αρχ. ἀποσφραγίζομαι)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσφραγίζω [aposfrayízo] aor αποσφράγισα (subj αποσφραγίσω), pass 3sg αποσφραγίζεται, aor αποσφραγίστηκε (subj αποσφραγιστεί) (L)
- ① break the seal of, unseal (syn ξεσφαγίζω, near-syn ανοίγω 1):
- ~ γράμμα, έγγραφο |
- προκειμένου για μυστική διαθήκη, πριν αποσφραγιστεί, γίνεται η βεβαίωση πως οι σφραγίδες είναι απείραχτες (Christidis AK)
- ⓐ dent. remove the filling (fr a tooth) (ant σφραγίζω)
- ② fig break, cease (near-syn διακόπτω, σπάζω, σταματώ):
- αρνήθηκε ευγενικά να αποσφραγίσει τη σιωπή του
[fr kath αποσφραγίζω ← K (also pap), AG]
- ① break the seal of, unseal (syn ξεσφαγίζω, near-syn ανοίγω 1):