Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυσχετίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυσχετίζω [aposis] mediop αποσυσχετίζομαι (L)
  • ① consider unconnected w. or unrelated to (ant συσχετίζω):
    • ο τύπος (του κεφαλιού) χρονολογείται στα ελληνιστικά χρόνια, αλλά αποσυσχετίζεται από τον Φυρόμαχο για να αποδοθεί στον Ξενοκράτη (Despinis)
  • ② mi αποσυσχετίζομαι disconnect o.s. fr, sever one's connection w., become unrelated to (near-syn απαγκιστρώνομαι, αποσυνδέομαι):
    • παράδοξοι λογοτεχνικοί τύποι αποσυσχετίζουνται θεληματικά από την πραγματικότητα, για να την κρίνουν ως ξένοι (Prevelakis)

[neol, cpd w. συσχετίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες