Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυνδέω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσυνδέω [aposinδéo] -ομαι Ρ (βλ. συνδέω) μππ. και αποσυνδεδεμένος* : 1.αποχωρίζω κτ. από κτ. άλλο με το οποίο ήταν ενωμένο. ANT συνδέω: ~ τα βαγόνια από την ατμομηχανή. || (ειδικότ.) διακόπτω τη σύνδεση αγωγών ή ηλεκτρικών κυκλωμάτων: ~ το καλώδιο / το τηλέφωνο (από την πρίζα). ~ τη βρύση από το σωλήνα ύδρευσης. 2. (μτφ.) αντιμετωπίζω ή εξετάζω κτ. ανεξάρτητα από κτ. άλλο, παύω να το συσχετίζω: H κυβέρνηση δεν μπορεί να αποσυνδέσει το πρόβλημα της ανεργίας από την ανάκαμψη της οικονομίας. Θέλω να αποσυνδεθεί το όνομά μου από αυτή την υπόθεση, γιατί δεν έχω καμιά απολύτως ανάμειξη.

[λόγ. απο- συνδέω μτφρδ. αγγλ. disconnect]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυνδέω [aposin∂éo] aor αποσύνδεσα (& αποσυνέδεσα; subj αποσυνδέσω), mediop αποσυνδέομαι, aor αποσυνδέθηκα (subj αποσυνδεθώ), pf & plupf έχω-είχα αποσυνδεθεί (L)
  • ① set apart, disconnect, disengage, unlink (syn απαγκιστρώνω, ant συνδέω):
    • ορισμένοι ασθενείς αποσυνδέουν εσκεμμένα τους αναπνευστήρες τους |
    • οι ληστές αποσύνδεσαν πέντε βαγόνια |
    • η κυβέρνηση αποσύνδεσε το ελληνικό νόμισμα από το δολλάριο |
    • ειδικό συνεργείο αποσυνέδεσε τις παράνομες συνδέσεις υπονόμων με τη λίμνη |
    • η πολιτική είναι να αποσυνδεθεί το εμπάργκο από το Kυπριακό |
    • πόσοι μπορούν ν' απομονώσουν την ύπαρξή τους και συνάμα να μη την αποσυνδέσουν από την πραγματικότητα; (Panagiotop) |
    • ο κ. Πολίτης αποσυνδέει την έντυπη Φυλλάδα του Aλεξάνδρου από τα χειρόγραφα (Mitsakis)
  • ② mi αποσυνδέομαι become disconnected, become detached, come loose:
    • η μηχανική άρθρωση, που βρίσκεται ανάμεσα απ' το πετάλ και την τρόμπα υγρών, έχει αποσυνδεθεί (Vardakos) |
    • το βλέμμα της ήταν άδειο, είχε αποσυνδεθεί (Tsitseli)
  • ⓐ release or free o.s. fr, sever the connection w. (near-syn απαγκιστρώνομαι, αποσυσχετίζομαι):
    • ο σκηνογράφος σε κάθε καινούργιο έργο πρέπει ν' αποσυνδέεται από κάθε προηγούμενη εργασία του (Chorn)

[fr kath (neol) αποσυνδέω, cpd w. συνδέω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες