Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυναρμολογώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσυναρμολογώ [aposinarmoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : διαλύω κτ. συναρμο λογημένο.

[λόγ. απο- συναρμολογώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυναρμολογώ [aposinarmoloγó] αποσυναρμολογεί, aor subj αποσυναρμολογήσω, pass aor subj αποσυναρμολογηθώ (L)
  • disassemble, dismantle, unrig (syn ξεμοντάρω, ant μοντάρω, L συναρμολογώ):
    • αποσυναρμολογεί το μηχάνημα, το όπλο |
    • αποφασίσαμε να αποσυναρμολογήσουμε τα μνημεία στην κατάσταση που βρίσκονταν το 1830 |
    • μια βόμβα εξερράγη πριν αποσυναρμολογηθεί από τους πυροτεχνουργούς του στρατού

[fr kath (neol) αποσυναρμολογώ, cpd w. συναρμολογώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες