Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσυμφορώ [aposimforó] -ούμαι Ρ10.9 : περιορίζω τον αριθμό των προσώπων, οχημάτων ή πραγμάτων που κυκλοφορούν ή που υπάρχουν σε ένα χώρο, για να μη δημιουργείται συνωστισμός ή στρίμωγμα: Mε τις νέες οδικές αρτηρίες θα αποσυμφορηθεί η εθνική οδός. Πρέπει να αποσυμφορηθεί η βιβλιοθήκη από ορισμένα βιβλία. || Θα αποσυμφορηθεί η υπηρεσία από το προσωπικό που πλεονάζει. || αφαιρώ ένα μέρος από τις εργασίες που διεκπεραιώνει μια υπηρεσία, για να διευκολύνω το έργο της: Tο υπουργείο αποφάσισε να αποσυμφορήσει τις εφορίες / τα δικαστήρια.
[λόγ. αποσυμφόρ(ησις) -ώ (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. décongestionner]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσυμφορώ [aposimforó] aor αποσυμφόρησα (subj αποσυμφορήσω), pass 3sg αποσυμφορείται, aor αποσυμφορήθηκε (subj αποσυμφορηθεί) (L)
- relieve sth of overcrowding or congestion, decongest (syn αποσυμφορίζω):
- ~ την κυκλοφορία |
- πρέπει να αποσυμφορηθεί η πρωτεύουσα |
- η ταχυδρομική υπηρεσία αποσυμφορήθηκε |
- ο δικηγορικός κλάδος θα αποσυμφορηθεί κάπως |
- θα μου έφερνε την έκθεση στο πρόχειρο, για να την αποσυμφορήσω από συντακτικά και ορθογραφικά λάθη (Palaiologos) |
- ανάγκη ν' αποσυμφορηθεί η ιστορία από υπερβολές (id.) |
- άκουσε την Ξ. να φωνάζει πως έπρεπε ν' αποσυμφορηθεί ο σταθμός (TAthanasiadis) |
- η πρωτεύουσά μας δεν θ' αποσυμφορηθεί με τέτοια μέτρα (Psathas) |
- αν δεν δινόταν τόση σημασία στα διπλώματα, θα ήταν δυνατόν να αποσυμφορηθούν τα πανεπιστήμια (PSolomos)
[fr kath (neol) αποσυμφορώ, der of αποσυμφόρησις]
- relieve sth of overcrowding or congestion, decongest (syn αποσυμφορίζω):