Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυμπιέζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσυμπιέζω [aposimbiézo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω αποσυμπίεση.

[λόγ. απο- συμπιέζω μτφρδ. γαλλ. décomprimer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες