Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυγχρονίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυγχρονίζω [aposiŋxronízo] pass αποσυγχρονίζομαι (L)
  • disrupt the body's circadian rhythms, disturb one's biorhythmic pattern, throw off balance or out of synchronization:
    • όταν περνά από μια χρονική ζώνη σε άλλη ταξιδεύοντας γρήγορα, το σώμα αργεί να προσαρμοστεί, αποσυγχρονίζεται εσωτερικά

[neol, cpd w. συγχρονίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες