Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσυγκεντρώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσυγκεντρώνω [aposiŋɟendróno] (L)
  • distribute the powers of, or reduce dependence on, central authority, decentralize (syn αποκεντρώνω)

[fr kath (neol) αποσυγκεντρώ, cpd w. συγκεντρώ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες