Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποστρατικοποιώ
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστρατικοποιώ [apostratikopió] aor αποστρατικοποίησα (subj αποστρατικοποιήσω), pass αποστρατικοποιούμαι, aor αποστρατικοποιήθηκα (subj αποστρατικοποιηθώ) (L)
  • prohibit (a zone or area) fr being used for any military purpose, demilitarize (syn αποστρατιωτικοποιώ):
    • ο ξένος υπουργός κάλεσε την Eλλάδα να αποστρατικοποιήσει τα νησιά του Aιγαίου |
    • πρέπει να αποστρατικοποιηθεί η Kύπρος, διότι αυτό είναι η βάση για κάθε λύση

[fr kath (neol) αποστρατικοποιώ, der of αποστρατιωτικοποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go