Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποστρακίζω.
-
- «Βγάζω από τη μέση», εξουδετερώνω κάπ.:
- να τους βγάλουν αποκεί και να τσ’ αποστρακίσου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 54221).
[μτγν. αποστρακίζω]
- «Βγάζω από τη μέση», εξουδετερώνω κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστρακίζω [apostracízo] mediop αποστρακίζομαι, ipf αποστρακιζόμουν, aor αποστρακίστηκα (subj αποστρακιστώ) (L)
- ① turn fr a straight course or fixed direction, deflect (syn εξοστρακίζω):
- σφαίρα χτύπησε στο κόκκαλο και αποστρακίστηκε |
- με αυτή την απάντηση, σκεπτότανε ο Δ., το ύπουλο βόλι θα αποστρακιστεί ασφαλώς (Papanoutsos) |
- το φάουλ χτυπιέται πλασαριστά, η μπάλα αποστρακίζεται (Loukatos) |
- κινείται το φως που αποστρακίζεται στο εξωτερικό μέτωπο κολόνας για να εισχωρήσει πιο διακριτικό στο μυχό της στοάς (Miliadis)
- ② mi αποστρακίζομαι disperse (near-syn σκορπώ):
- τα ολμάκια αποστρακίζονταν σ' αμέτρητα μεταλλικά χαλίκια, σκορπώντας το θάνατο γύρω τους (TAthanasiadis)
[fr kath αποστρακίζω ← MG, PatrG ← K, AG]
- ① turn fr a straight course or fixed direction, deflect (syn εξοστρακίζω):