Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστραβώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστραβώνω [apostravóno] aor αποστράβωσα (subj αποστραβώσω), mediop αποστραβώνομαι, aor αποστραβώθηκα (subj αποστραβωθώ, imper 2sg αποστραβώσου)
  • ① trans cause sth to become very crooked, distorted or twisted (syn L αποστρεβλώνω):
    • το αποστράβωσες το μπαστούνι |
    • prov ήτανε στραβό το κλήμα, το έφαγε κι ο γάιδαρος κι αποστραβώθηκε
  • ⓐ intr become very crooked, distorted or twisted:
    • prov το ξύλο ήταν στραβό και τώρα αποστράβωσε
  • ② manage wrongly, mishandle, botch, bungle (syn καταστρέφω, χαλώ):
    • μου αποστράβωσε τη δουλειά, την υπόθεση
  • ③ blind completely (syn αποτυφλώνω):
    • ήτανε στραβός κι ο γιατρός τον αποστράβωσε |
    • μια ίλη ιππικού μας γεμίζει σκόνη και μας αποστραβώνει (ADoxas) |
    • ο αγέρας λύσσαγε να τον αποστραβώσει και του σκέπασε το μούτρο με το ίδιο του το ράσο (Plaskovitis) |
    • poem εγώ το θεό πολύ δοξολογούσα |..|.. που έχει αποστραβώσει το Nεοκλείδη (Stavrou Ar)
  • ④ mi αποστραβώνομαι become unblinded, gain or regain sight:
    • αποστραβώσου, κακομοίρη, και βλέπε |
    • poem κι άλειψε αποβραδύς τα βλέφαρά σου | κι αποστραβώσου, να βρεις σωτηρία (Stravrou Ar)

[cpd w. στραβώνω; cf LK ἀποστραβοῦμαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστραβώνω 2 -ομαι : (οικ.) α. γίνομαι αιτία να χάσει κάποιος εντελώς την όρασή του ή να θαμπώσουν εντελώς τα μάτια του. β. (μτφ.) γίνομαι αιτία να γίνει κάποιος ακόμη πιο αγράμματος ή απληροφόρητος από ό,τι ήταν.

[απο- στραβώνω 2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστραβώνω 1 [apostravóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) κάνω κτ. που ήταν στραβό (όχι ευθύ) να γίνει εντελώς στραβό.

[απο- στραβώνω 1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες