Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστομώνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστομώνω [apostomóno] -ομαι Ρ1 : με τα επιχειρήματά μου ή με τις εύστοχες παρατηρήσεις μου φέρνω κπ. στη δύσκολη θέση να μην μπορεί να απαντήσει, να υποστηρίξει την άποψή του με αντεπιχειρήματα: Παρουσίασα αποδεικτικά στοιχεία και αποστόμωσα τους επικριτές μου.

[μσν. αποστομώνω < ελνστ. ἀποστομ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποστομώνω.
  • I. (Ενεργ.) αναγκάζω κάπ. να σιωπήσει:
    • ήκουσαν ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. κβ´ 34).
  • II. (Μέσ.) παύω να μιλώ, «χάνω τη μιλιά μου»:
    • (αυτ. Λουκ. δ´ 35).

[μτγν. αποστομόω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστομώνω [apostomóno] ipf αποστόμωνα, aor αποστόμωσα (subj αποστομώσω), pf & plupf έχω-είχα αποστομώσει
  • ① block s.o.'s mouth:
    • αν τύχει η μητέρα να έχει βαρύ ύπνο μπορεί γέρνοντας στο πλευρό ν' αποστομώσει το μωρό (Saratsis, adapted)
  • ② make s.o. unable to give an answer, argue down, reduce to silence, silence, dumbfound:
    • ~ τον αντίπαλό μου |
    • ~ |
    • του είπε μια κουβέντα και τον αποστόμωσε |
    • του έδειξα το γράμμα του και τον αποστόμωσα |
    • δε μπορεί κανένας να τον αποστομώσει |
    • η απλή λογική του πατέρα μού επιβλήθηκε, μ' αποστόμωσε (Xenop) |
    • έριχνε στην κρίσιμη στιγμή μιαν παροιμία κι αποστόμωνε τις ακατάσταστες παρλάτες (Kazantz) |
    • λίγο πιο πριν ο Σωκράτης έχει αποστομώσει και γελοιοποιήσει το Θρασύμαχο το σοφιστή (Kakridis) |
    • είχα τα επιχειρήματά μου, για να τους αποστομώσω· να τους αποδείξω πως δεν ήταν ακριβώς όπως τα είχαν υποθέσει τα πρότυπά τους (Panagiotop) |
    • νομίζουμε ότι αρκεί η επίκληση του "ελληνοχριστιανικού" πνεύματος .. για να αποστομώσουμε κάθε ιδεολογικόν αντίπαλο (Theotokas) |
    • poem και της αλήθειας η πνοή το ψέμ' αποστομώνει (Palam) |
    • αδημονεί ο Φερνάζης ..|..|.. τους επικριτάς του | τους φθονερούς, τελειωτικά ν' αποστομώσει (Kavafis)
  • ③ dull the edge, make blunt (syn αμβλύνω L, στομώνω):
    • με τα χαρτιά που κόβεις θα αποστομώσεις το ψαλίδι |
    • με το να κόβεις τέτοια πράγματα μου αποστόμωσες όλα τα μαχαίρια
  • ⓐ intr become blunt or dull (syn αμβύνομαι):
    • το μαχαίρι, το τσεκούρι αποστόμωσε |
    • folks. και συ, σπαθί μου δαμασκί, να μην αποστομώσεις

[fr kath αποστομώνω ← K ἀποστομῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες