Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστεώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστεώνω [aposteóno] mi αποστεώνομαι, aor αποστεώθηκα (subj αποστεωθώ) (L)
  • ① reduce to a framework or a skeleton, attenuate (syn κοκκαλώνω, near-syn αποσκελετώνω 2):
    • ο {ηθοποιός} Aργυρόπουλος διασπά το θεατρικό έργο .., το απλουστεύει ψυχολογικά, το αποστεώνει (Athanasiadis-N)
  • ② mi αποστεώνομαι become gaunt, lank or haggard (syn γίνομαι κάτισχνος, μένω πετσί και κόκκαλο):
    • αποστεώθηκε από τη νηστεία
  • ③ fig become set in a conventional pattern, ossify:
    • όταν ανέβουν στην ιεραρχία, οι ιδέες τους θ' αποστεωθούν |
    • ο πολιτισμός αποστεώνεται, εκφυλίζεται και πεθαίνει μέσα στο παρδαλό πλήθος |
    • ένας όρος, μια λέξη, μια έκφραση που βρίσκεται ολοένα στο στόμα μας, σιγά σιγά φτωχαίνει, αδειάζει, αποστεώνεται, αυτοκυρώνεται (Panagiotop) |
    • η διάνοια προσανατολισμένη στις ανάγκες της πρακτικής ζωής καταφεύγει και με τον καιρό αποστεώνεται μέσα σε στατικά σχήματα (Papanoutsos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποστεώ, αποστεούμαι; cf οστέωσις (Eustathius)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες