Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστερώ [aposteró] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) στερώ από κπ. κτ. που του ανήκει ή που το δικαιούται: Aποστέρησε τους αντιπάλους του από κάθε εξουσία. Aποστερήθηκε το δικαίωμα ψήφου / την ελευθερία του. (λόγ., με γεν.): Παιδιά αποστερημένα της μητρικής στοργής.
[λόγ. < αρχ. ἀποστερῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποστερώ.
-
- I. (Eνεργ.) στερώ·
- φρ. του ζην αποστερώ κάπ. = αφαιρώ τη ζωή κάπ.:
- (Πανάρ. 6421).
- φρ. του ζην αποστερώ κάπ. = αφαιρώ τη ζωή κάπ.:
- II. (Mέσ.) στερούμαι, χάνω κάπ. ή κ.:
- προς το κερδήσαι φίλτατον, ον και απεστερήθην (Διγ. Z 2599)·
- φρ. αποστερούμαι του ή το ζην = πεθαίνω:
- (Πανάρ. 6725).
[αρχ. αποστερέω. H λ. και σήμ.]
- I. (Eνεργ.) στερώ·
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστερώ [aposteró] aor αποστέρησα (subj αποστερήσω), mi αποστερούμαι, aor αποστερήθηκα (subj αποστερηθώ) (L)
- ① take away fr, deprive (syn απεκδύω 1, απογυμνώνω 2, αφαιρώ):
- τον έπαψε και του αποστέρησε το ψωμί του |
- το συνέδριο αποστέρησε τους στατιστικολόγους μιας ευκαιρίας για τη μέτρηση βουλευτικών και υπουργικών κεφαλών υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου |
- δεν αποστερεί τις πτωχότερες χώρες ενός σημαντικού τμήματος του εργατικού των δυναμικού |
- οι ιστορικοί, που αναζητούν τις γενικές αιτίες, αποστερούν τους λαούς από τη δυνατότητα ν' αλλάξουν τις συνθήκες της ζωής τους (Evelpidis) |
- η τέχνη πρέπει να απαλλαγεί από τη σχέση της και την υποταγή στο φυσικό αντικείμενο, που της αποστερεί την τέλεια ελευθερία της (Andronikos) |
- η μηχανή αποστερεί τον εργάτη από κάθε ευχέρεια για βίωμα φυσιολατρικό (Despotop) |
- γνωρίζουν οι σημερινοί νέοι ότι τα μέσα της γνώσης, της επιστήμης, της εσωτερικής τους οικοδόμησης τους τ' αποστέρησε η πολιτεία (Kolyva) |
- poem .. δεν έπρεπε μαζί σου να τα πάρεις | τον τόπο που σε γέννησε να τον αποστερήσεις (Athanas)
- ② mi αποστερούμαι be deprived of, lose:
- αποστερήθηκαν την ελληνική ιθαγένεια |
- αποστερήθηκα το φως μου |
- ο κόσμος αποστερήθηκε τη φωνή της |
- το αγαθό έχει γίνει ένα αντικείμενο που μπορούμε να το πετάξουμε ευκολότατα και ν' αποστερηθούμε την ανύπαρκτη πλέον αξία του (Alaveras)
[fr postmed, MG αποστερώ, pap (6th c.) ← AG ἀποστερῶ]
- ① take away fr, deprive (syn απεκδύω 1, απογυμνώνω 2, αφαιρώ):