Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστερεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστερεύω [aposterévo] ipf αποστέρευα, aor αποστέρεψα
  • ① run dry, dry up completely (syn αποξεραίνω, στειρεύω L, στερεύω):
    • αποστέρεψε η πηγή
  • ② fig deprive (of) (syn στερώ):
    • για να χαρεί στην αγκαλιά της αγάπης τ' απέραντο το βασίλειο εκείνο που του αποστέρευε η δόξα (Psichari) [cpd w. στερεύω ← στειρεύω ( |
    • στείρος).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες