Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστενεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστενεύω [apostenévo] aor αποστένεψα
  • ① trans make sth narrower
  • ② intr become narrower, shrink:
    • με τη βροχή αποστένεψαν τα παπούτσια

[cpd w. στενεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες