Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστειρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποστειρώνω [apostiróno] -ομαι Ρ1 : καταστρέφω κάθε μικροοργανισμό, παθογόνο ή μη, που βρίσκεται σε μια ουσία, σε ένα σώμα ή σε ένα χώρο, με διάφορες μεθόδους· κάνω αποστείρωση· (πρβ. απολυμαίνω, παστεριώνω): Tα χειρουργικά εργαλεία αποστειρώνονται. Aποστειρωμένος νοσοκομειακός θάλαμος. Aποστειρωμένες γάζες.

[λόγ. < ελνστ. ἀποστειρ(ῶ) `κάνω κτ. άγονο΄ -ώνω (πρβ. και μσν. αποστειρώνω) σημδ. γαλλ. stériliser]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποστειρώνω [apostiróno] aor αποστείρωσα (subj αποστειρώσω), pf & plupf έχω-είχα αποστειρώσει, mediop αποστειρώνομαι, pf & plupf έχω-είχα αποστειρωθεί
  • ① cause s.o. to become sterile, sterilize (syn στειρεύω):
    • αποστειρώνουνται οι παράφρονες, οι σακάτηδες κι οι άρρωστοι, καθαρίζουνται οι ράτσες (Kazantz)
  • ⓐ fig cause s.o. or sth to become unproductive or barren:
    • χαίρουμαι που δόθηκα της δόξας, κι ας μου ρούφηξε όλο το είναι, κι ας με αποστείρωσε και δεν μπόρεσα να φτιάσω μήτε να χαρώ άλλο τίποτα (Theotokas) |
    • όταν έφθασε στην ωριμότητά του, στην ώρα που θα είχε ολοκληρωθεί, αποστείρωσαν μέσα του αυτό το χάρισμα (Thrylos) |
    • μόνον αυτός έχει στανταριζάρει την τέχνη του χωρίς να την αποστειρώσει (Athanasiadis-N) |
    • ακόμη και την κοιλάδα του Pοδανού, αυτό το εράσμιο κατόρθωμα, την είχαν αποστειρώσει οι Λομπαρδοί, πεθαμένα νερά και γης πεθαμένη (Panagiotop)
  • ② free sth fr living microorganisms usu by the use of physical or chemical agents, sterilize, disinfect:
    • ~ γάλα, νερό, όργανα (ιατρικά εργαλεία), τροφές
  • ③ mi αποστειρώνομαι be barren of, be lacking:
    • η υλική ένδεια .. δεν μπορεί βέβαια να δώσει "μέγεθος" στη ζωή του κοινωνικού τουλάχιστον ανθρώπου και των κοινωνικών ομάδων, που δεν έχουν αποστειρωθεί από κάθε ίχνος φιλοδοξίας (Papanoutsos) [fr kath αποστειρώ ← MG, PatrG (Methodius [4th c.], Cyril

[5th c.]) ← K ἀποστειρῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες