Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποστεγνώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποστεγνώνω [aposteγnóno] aor αποστέγνωσα (subj αποστεγνώσω)
  • ① trans dry sth (out), desiccate (syn αποξεραίνω 1):
    • ( τα ρούχα στον ήλιο |
    • τα πολύ συχνά πλυσίματα των χεριών και μάλιστα όταν γίνονται με σαπούνια κακής ποιότητας ή μ' άλλα ερεθιστικά μέσα, τα αποστεγνώνουν και τα κάνουν σκληρά (GLadas)
  • ⓐ fig deprive of vitality or spirit, make dull, desiccate (syn αποξεραίνω 2):
    • το δημοτικό τραγούδι και η λαϊκή παράδοση ήσαν πηγές ζωτικών αξιών, που τις είχε αποστεγνώσει ο δασκαλισμός (Chourmouzios) |
    • ο κάματος της καθημερινής ζωής αποστεγνώνει αυτό το σπίτι, αυτή την οικογένεια από τα συναισθήματα και τα παραμύθια (Panagiotop) |
    • ο τεχνικά εξελιγμένος πολιτισμός αποστεγνώνει πνευματικά, και σωματικά φθείρει τους ανθρώπους (Papanoutsos)
  • ② intr become dry or desiccated:
    • αποστέγνωσαν τα ρούχα |
    • γύρισε μέσα και ξανάκατσε ν' αποστεγνώσει στο παραγώνι (Athanas) |
    • σαν αποστέγνωσαν τα παιδιά, τα σερβίρισε από τη φασουλάδα του να φάνε (Makistos)
  • ⓑ fig be deprived of vitality or spirit, become dull or desiccated:
    • ακόμη και στους χρόνους της λεγόμενης παρακμής το ελληνικό πνεύμα δεν αποστέγνωσε (Papanoutsos)

[cpd w. στεγνώνω ← K, AG στεγνῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες