Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσταλάζω [apostalázo] aor αποστάλαξα
- ① let fall in drops, drip, trickle, drop (syn αποστάζω 1, στάζω):
- η σκεπή αποσταλάζει |
- poem κι απ' τα καλόκρουστα υφασίδια τους το λάδι αποσταλάζει (Homer Od 7.107 Kaz-Kakr)
- ② fig distill, condense:
- ιδέες αποστάλαξαν από πικρές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας (Kalogera-A)
[fr postmed (Somavera) αποσταλάζω ← K]
- ① let fall in drops, drip, trickle, drop (syn αποστάζω 1, στάζω):