Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποστέργω [apostérγo] Ρ αόρ. απέστερξα, απαρέμφ. αποστέρξει : (λόγ.) αρνούμαι, απορρίπτω κτ. ANT στέργω.
[λόγ. < αρχ. ἀποστέργω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποστέργω [apostérγo] ipf απόστεργα, aor απόστερξα & απέστερξα
- spurn, disdain, reject:
- το Kέντρο δεν απέστερξε το δικό του μερίδιο που ήταν μάλιστα ουσιαστικό· κάθε άλλο |
- είναι μια αντίληψη δυναμική της ποίησης που δεν αποστέργει τα παρόντα (Chourmouzios) |
- ο Eγγλέζος, στο Mεγάλο Kάστρο, έκανε τα ίδια μέσες-άκρες, αν και το φανερό τον πόλεμο έδειχνε πως τον απόστεργε (Prevelakis) |
- οι οπαδοί της θετικής σχολής αποστέργουν τις πολύπλοκες αναλύσεις και κατασκευές της φιλοσοφικής θεωρίας (Papanoutsos) |
- poem κ' εγώ που το κλάμα ~, παραδέχομαι πως μπορεί να κλαίω (Pavleas)
[fr kath αποστέργω ← K, AG ἀποστέργω]
- spurn, disdain, reject: