Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσκορακίζω [aposkorakízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) απορρίπτω και καταργώ κτ. ως τελείως απαράδεκτο, το εξοβελίζω.
[λόγ. < ελνστ. ἀποσκορακίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποσκορακίζω.
-
- Διώχνω κάπ. στέλνοντάς τον στους «κόρακες» (= «στο διάβολο»):
- φεύγετε, παραπτώματα, αποσκορακισθείτε (Διήγ. παιδ. 571).
[μτγν. αποσκορακίζω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Διώχνω κάπ. στέλνοντάς τον στους «κόρακες» (= «στο διάβολο»):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσκορακίζω [aposkoracízo] aor αποσκοράκισα, pf & plupf έχω-είχα αποσκορακίσει, pass αποσκοκρακίζομαι (L)
- send to hell, get rid of, expel, repudiate (syn αποβάλλω 2, αποδιώχνω 2, εξοβελίζω):
- αξιοκρατία, χρηστή διοίκηση, .. όλα αυτά αποσκορακίζονται αδίστακτα |
- κατάργησε ο συνθέτης την παραλλαγή, την αποσκοράκισε από το έργο του (Papatsonis) |
- την απόδοση σκηνών της Καινής Διαθήκης την είχε αποσκορακίσει ο καλβινισμός των Oλλανδών (Kanellop)
[fr kath αποσκορακίζω ← MG ← K ἀποσκορακίζω, cpd w. σκορακίζω, this der fr phr εἰς κόρακας 'to hell']
- send to hell, get rid of, expel, repudiate (syn αποβάλλω 2, αποδιώχνω 2, εξοβελίζω):