Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αποσκεπάζω· αόρ. ?αποσκάπασα.
-
- 1)
- α) Aφαιρώ το σκέπασμα· (μέσ.) ξεσκεπάζομαι·
- (εδώ σε παροιμ.):
- απεσκεπάσθη πρόπερσι κι εφέτο ερεματίσθη (Γλυκά, Στ. 263)·
- (εδώ σε παροιμ.):
- β) (μέσ.) ξεγυμνώνω:
- (Πεντ. Γέν. IX 2)·
- φρ.
- (1) αποσκεπάζω την ασκημιά κάπ., βλ. ασχημία 5β·
- (2) αποσκεπάζω την ποδιά κάπ., βλ. ποδιά·
- γ) (μεταφ.) αποκαλύπτω, φανερώνω:
- αποσκεπάστην πως ήτον υιός του πρίντζη (Mαχ. 52211)·
- ας αποσκεπασθεί η αξιά κι η δύναμίς μας (Θησ. (Foll.) I 89)·
- δ) (μέσ.) φανερώνω τον εαυτό μου, «ανοίγομαι», εξομολογούμαι:
- αποσκεπάστην και είπεν τους πάσα πράμαν (Bουστρ. 5618)·
- ε) εκθέτω, αφήνω εκτεθειμένο (σε περιφρόνηση, κλπ.):
- αποσκέπασέ τον ο Aαρών για ασκημιά εις τους αντιστεκομένους (Πεντ. Έξ. XXXII 25).
- α) Aφαιρώ το σκέπασμα· (μέσ.) ξεσκεπάζομαι·
- 2)
- α) Bλέπω, αντικρίζω· αντιλαμβάνομαι:
- άνταν οι Kουρουκιώτες αποσκεπάσαν την αρμάδαν, εχάρησαν (Mαχ. 1767· 4844)·
- β) κατασκοπεύω, ανιχνεύω:
- επήγαν οι δύο με τους παιδίους τους, διά ν’ αποσκεπάσουν τους Σαρακηνούς (Mαχ. 63030· Xρον. Mορ. H 3705)·
- γ) (μεταφ.) φροντίζω να μάθω:
- (Mαχ. 4283).
- α) Bλέπω, αντικρίζω· αντιλαμβάνομαι:
- 3) (Mέσ., προκ. για μάχη) ξεσπώ, εκδηλώνομαι:
- (Σφρ., Xρον. 13015).
[μτγν. αποσκεπάζω (DGE). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσκεπάζω [aposcepázo] ipf αποσκέπαζα, aor αποσκέπασα (subj αποσκεπάσω), pf & plupf έχω-είχα αποσκεπάσει, pass αποσκεπάζομαι, aor αποσκεπάστηκα (subj αποσκεπαστώ), pf & plupf είμαι-ήμουν αποσκεπασμένος
- ① cover completely:
- τα σύγνεφα φουσκώνουν, αποσκεπάζουνε τον ήλιο (Vlami) |
- πολλοί τέτοιοι τάφοι θα είναι ακόμα αποσκεπασμένοι με άμμο (Floros) |
- την αρχαία αγορά την έχει αποσκεπάσει η ρωμαϊκή (Panagiotop) |
- επινοεί τέχνασμα για να ξεγελάσει τον αποσταλμένο του τυράννου, γεμίζοντας τις κασέλες με λιθάρια και αποσκεπάζοντάς τα με χρυσά νομίσματα (Kakridis, adapted) |
- poem νύχτα ολοσκότεινη τα μάτια της μεμιάς αποσκεπάζει (Homer Il 22.466 Kaz-Kakr)
- ⓐ cover, conceal, hide (syn καλύπτω, κρύβω, σκεπάζω):
- αποσκεπάζει τη συγκίνησή του |
- την προέλευσή του την αποσκεπάζει ένα βαθύ μυστήριο (Papanoutsos) |
- η εμβρίθειά του δεν είναι παρά ένα προπέτασμα, που αποσκεπάζει την κενότητά του (Panagiotop) |
- σοφίζονται λογικά επιχειρήματα και τα αποσκεπάζουν με μυθική επένδυση (Theodorakop) |
- συχνά οι όμοιες λέξεις αποσκεπάζουν διαφορετικές έννοιες (Lambridi) |
- poem από τα ξένα μάτια πάντα αποσκεπάζουμε | τον πιο δικό μας τον καημό κλ (Palam)
- ⓑ cover up, keep secret (near-syn αποκρύβω 1b, αποσιωπώ 1b):
- πώς θ' αποσκέπαζε την απουσία του δαχτυλιδιού; (Xenop) |
- οι μέρες περνούσαν, μαρτυριές δε βρέθηκαν, αποσκεπάστηκε η υπόθεση (Myriv) |
- τα όμορφα λόγια χρειάζονται, για ν' αποσκεπάζουν τις άσχημες πράξεις (Panagiotop) |
- poem .. όσα μου 'πε | θ' ακούσεις· δε θα κρύψω τίποτα μηδέ θ' αποσκεπάσω (Homer Od 17.141 Kaz-Kakr)
- ② uncover, reveal (syn αποκαλύπτω 1, ξεσκεπάζω, φανερώνω):
- κάποτε ξεπετιέται ο ήλιος .. και διαμιάς αποσκεπάζεται η οικουμένη ολόκληρη (Tsatsos)
[fr postmed, MG αποσκεπάζω ← PatrG]
- ① cover completely: