Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσκελετώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσκελετώνω [aposkeletóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : γίνομαι αιτία να αδυνατίσει κάποιος τόσο πολύ, ώστε να διαγράφεται ο σκελετός του κάτω από τις σάρκες του: Ήταν αποσκελετωμένοι από την πείνα. Tα αποσκελετωμένα παιδιά του πολέμου και της Kατοχής.

[λόγ. απο- σκελετ(ω μένος) -ώνω (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσκελετώνω [aposceletóno] pass aor αποσκελετώθηκα, pf & plupf είμαι-ήμουν αποσκελετωμένος (L)
  • ① reduce to a skeleton, emaciate (near-syn απισχναίνω 1):
    • αποσκελετώθηκε από τις κακουχίες |
    • είναι αποσκελετωμένος από την πείνα
  • ② fig reduce to a skeleton or the basics, strip (down) (near-syn αποστεώνω 1):
    • τα ελάχιστα δέντρα του τ' αποσκελετώνει· τα ζωγραφίζει δίχως φύλλα (Athanasiadis-N) |
    • αυτή η θεωρία αποσκελετώνει τη γλώσσα, σε βαθμό που τελικά την αναιρεί (Dizikirikis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποσκελετώ, cpd w. σκελετός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες