Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσείω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσείω [aposío] -ομαι Ρ αόρ. απέσεισα και (σπάν.) απόσεισα, απαρέμφ. αποσείσει, παθ. αόρ. αποσείστηκα, απαρέμφ. αποσειστεί : απαλλάσσω τον εαυτό μου από κάποια δυσάρεστη κατάσταση που με βαραίνει ή που με καταπιέζει: Δεν μπόρεσε να αποσείσει τις κατηγορίες, να αποδείξει ότι δεν είναι αληθινές. Aναλαμβάνω τις ευθύνες μου και δεν τις ~. || αποτινάζω: Aπέσεισαν το ζυγό της δουλείας.

[λόγ. < αρχ. ἀποσείω `τινάζω από πάνω μου΄ σημδ. αγγλ. shake off]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσείω [aposío] aor απόσεισα (subj αποσείσω), pass aor subj αποσειστώ (& αποσεισθώ) (L)
  • ① shake off, throw off, get rid of (syn αποτινάζω, near-syn ξεφορτώνομαι):
    • επιχείρησε να αποσείσει τις ευθύνες της δικής τους πλευράς |
    • κατόρθωσαν να αποσείσουν αποπάνω τους και του καθαρευουσιανισμού το ζυγό (Tzartzanos) |
    • κατόρθωσαν να αποσείσουν δουλείες, για να βάλουν στη θέση τους άλλες (Panagiotop) |
    • οι ιστορικές επιστήμες απόσεισαν το δόγμα της οικονομοκρατίας (Theodorakop, adapted) |
    • poem .. αν πρόκειται [αυτή η πέτρα] ν' αποσειστεί ποτέ, | θα 'ναι για να την διαδεχτεί η διαρκής του τάφου (Papatsonis)
  • ② refute, rebut, repudiate (near-syn αντικρούω 3b):
    • ο κατηγορούμενος δεν είχε σκοπό ν' αποσείσει την κατηγορία; (Terzakis) |
    • κανένα επιχείρημα δεν είναι δυνατόν να αποσείσει την αλήθεια (Nianias)

[fr kath αποσείω ← MG (pap 6th c.), PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες