Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσβολώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσβολώνω [apozvolóno] -ομαι Ρ1 (συνήθ. παθ.) : προκαλώ σε κπ. τόσο μεγάλη κατάπληξη, ώστε να μην μπορεί να εκφράσει τις σκέψεις ή να εκδηλώσει τα συναισθήματα εκείνης της στιγμής: Aποσβολώθηκα μόλις τον είδα να έρχεται. Έμεινε (σαν) αποσβολωμένη, όταν άκουσε αυτά τα συνταρακτικά νέα.

[*απασβολ(ώ) -ώνω ενεργ. του ελνστ. ἀπασβολοῦμαι `μετατρέπω σε καπνιά΄ με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο-]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσβολώνω [apozvolóno] (& kath απασβολώ) ipf αποσβόλωνα, aor αποσβόλωσα (subj αποσβολώσω), pf & plupf έχω-είχα αποσβολώσει, mediop αποσβολώνομαι, ipf αποσβολωνόμουν, aor αποσβολώθηκα (subj αποσβολωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποσβολωθεί, είμαι-ήμουν αποσβολωμένος
  • ① take s.o. aback, dumfound, astonish, stun (near-syn καταπλήσσω L, ξαφνιάζω):
    • ο έλεγχος της Ό. με αποσβόλωσε (Palam) |
    • έριξε τα μάτια του άγρια στους χωριάτες, σαν να ήθελε να τους αποσβολώσει μόνον με τα βλέμματα (Karkavitsas) |
    • αυτός μιλούσε για τη Φ., που το ξαφνικό εκείνο την είχε αποσβολώσει (Xenop) |
    • poem .. στ' όνομα του Θάνου αστροπελέκι | λες και ξάφνου το μαύρο αποσβολώνει (Markoras) |
    • με αποσβόλωνε οργή, με τρικύμιζε (Sikel) |
    • πού 'ναι η αγάπη, που κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα | δυο και τον αποσβολώνει; (Seferis)
  • ② mi αποσβολώνομαι be taken aback, be dumfounded, astonished or stunned (near-syn ξαφνιάζομαι, σαστίζω):
    • θα του έλεγα "πού είναι η γυναίκα σου;" και θ' αποσβολωνόταν (Mitropoulou) |
    • ο K. αποσβολώθηκε, καθώς όλη η διαδήλωση σταματούσε μπροστά του (Theotokas) |
    • ο κόσμος αποσβολώθηκε να δει το ξαφνικό (Prevelakis)

[fr postmed (Somavera) αποσβολώ ← LK ἀπασβολοῦμαι 'be covered w. soot', cpd w. ἀσβόλη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες