Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσβεννύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αποσβεννύω.
  • (Mεταφ.) εξαφανίζομαι:
    • το δίκαιον απέσβεσεν (Pιμ. Bελ. ρ 590).

[μτγν. αποσβεννύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες