Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποσαπίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποσαπίζω [aposapízo] aor αποσάπισα
  • ① trans cause to rot completely:
    • τον αποσάπισε η αρρώστια
  • ② intr rot away:
    • κάπου κάπου στα διπλανά χωράφια έβλεπες ένα άλογο σκασμένο ν' αποσαπίζει (Terzakis) |
    • φύλλα, ποιος ξέρει πόσων φθινοπώρων, αποσαπίζουν στις πλευρές του δρόμου (Ouranis)

[cpd w. σαπίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες