Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποσαθρώνω [aposaθróno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. σαθρό. 1. προκαλώ μηχανική ή χημική αποσύνθεση: Kτίσματα που αποσαθρώθηκαν από τις βροχές. || (γεωλ.): Aποσαθρωμένα πετρώματα. 2. (μτφ.) προκαλώ ηθική αποσύνθεση, καταστρέφω τα θεμέλια των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών.
[λόγ. απο- σαθρ(ός) -ώ > -ώνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποσαθρώνω [aposaθróno] ipf αποσάθρωνα, aor αποσάθρωσα, pass αποσαθρώνομαι, aor subj αποσαθρωθώ, (L)
- cause to crumble or disintegrate, destroy, rot (near-syn διαλύω, καταστρέφω):
- οι εσωτερικές αυτές αναταραχές αποσάθρωναν τα θεμέλια της εκκλησίας (Vacalop) |
- βιολογικά και οικονομικά η χώρα μας αποσαθρώνεται (Papanoutsos) |
- δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς σε τι βαθμό θ' αποσαθρώνεται στην ψυχή των παιδιών μας η εθνική τους συνείδηση (Christidis AK) |
- ν' αντικαταστήσουμε τη σαθρή αυθεντία με μια νέα, ίσαμε που κ' εκείνη ν' αποσαθρωθεί (Panagiotop)
[fr kath (neol) αποσαθρώ (-όω), cpd w. σαθρός]
- cause to crumble or disintegrate, destroy, rot (near-syn διαλύω, καταστρέφω):