Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απορφανίζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απορφανίζω [aporfanízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) 1. αφήνω κπ. ορφανό: Ο πόλεμος απορφάνισε χιλιάδες παιδιά. Mια απορφανισμένη οικογένεια, χωρίς πατέρα. 2. (συναισθ.) αφήνω κπ. χωρίς αρχηγό, ηγέτη, προστάτη: Ο στρατός / το κόμμα / η πατρίδα απορφανίστηκε με το θάνατό του.

[λόγ. < ελνστ. ἀπορφανίζω (αρχ. ἀπορφανίζομαι)]

[Λεξικό Κριαρά]
απορφανίζω· μτχ. παρκ. απερφανισμένος.
  • (Mέσ.) γίνομαι ορφανός:
    • απερφανισμένοι παίδες (Eλλην. νόμ. 57120).

[αρχ. απορφανίζω. T. σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απορφανίζω [aporfanízo] mi απορφανίζομαι, aor subj απορφανισθώ, pf & plupf έχω-είχα απορφανισθεί, (L)
  • ① make s.o. an orphan, orphan, orphanize:
    • ο πόλεμος απορφανίζει χιλιάδες παιδιά
  • ② mi απορφανίζομαι become an orphan, be orphaned (syn απορφανεύω)
  • ⓐ fig be left leaderless (syn ορφανεύω):
    • μετά το θάνατο του αρχηγού, το κόμμα τους είχε απορφανισθεί
  • ⓑ be deprived of (syn στερούμαι):
    • αποτελεί μιαν υπέρτατη θυσία να απορφανισθείς από τη γαλήνια επικοινωνία του πνεύματος (Tsatsos)

[fr MG, PatrG ἀπορφανίζω ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες