Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορρυθμίζω [aporiθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.διαταράσσω το ρυθμό με τον οποίο λειτουργεί ένα όργανο. 2. (μτφ.) αποδιοργανώνω: Διατυπώθηκε η άποψη ότι τα νέα κυβερνητικά μέτρα θα απορρυθμίσουν τελείως τη δημόσια διοίκηση.
[λόγ. απο- ρυθμίζω μτφρδ. γαλλ. dérégler (η γραφή -ρρ- αναλ. προς αρχ. σύνθ. λέξεις όπου το β' συνθ. άρχιζε με [r] και το α' συνθ. έληγε σε βραχύ φων.: αρχ. ἀπό-ρρητος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορρυθμίζω [aporiθmízo] pass aor subj απορρυθμιστώ, (L)
- disturb the orderly functioning of, throw into disorder, derange (near-syn αναστατώνω 1b, αποδιοργανώνω 1):
- η συνεχής άνοδος των τιμών του πετρελαίου απορρυθμίζει και αποδιοργανώνει την παγκόσμια οικονομία |
- η αδιαφορία απέναντι στη λαϊκή ευαισθησία απορρυθμίζει τις σχέσεις πολιτείας και πολιτών |
- αν απορρυθμιστεί και για ένα μόνο χρόνο η λειτουργία των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ποιος χάνει και ποιος κερδίζει; (FKakridis)
[neol, cpd w. ρυθμίζω]
- disturb the orderly functioning of, throw into disorder, derange (near-syn αναστατώνω 1b, αποδιοργανώνω 1):