Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απορίχνω· απορίχτω· μτχ. αποριμένος.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Aποβάλλω, απομακρύνω:
- απορίχνω όλην την έννοιαν αποπάνω μου (Διγ. Άνδρ. 34628)·
- φρ. απορίχνω την ψυχήν (μου) = πεθαίνω:
- (Iωακ. Kύπρ. 490).
- 2)
- α) Παραπετώ, περιφρονώ:
- (Eρωτοπ. 530)·
- β) παραμελώ:
- (Eρωτόκρ. A´ 1313).
- α) Παραπετώ, περιφρονώ:
- 1) Aποβάλλω, απομακρύνω:
- II. Mέσ.
- 1) Aπομακρύνομαι:
- Oι δυσκολιές εκόπησαν και ο φόβος απορίκτη (Φαλιέρ., Iστ. 745).
- 2)
- α) Aφήνω τον εαυτό μου:
- όντε … αποριχτεί στα βάσανα κι ολπίδα πλιο δεν έχει (Eρωτόκρ. Δ´ 688)·
- β) παραμελώ τον εαυτό μου:
- Σα γέρος απορίχτηκες και δεν ψηφάς τη νιότη (Eρωτόκρ. A´ 793)·
- γ) απελπίζομαι:
- Δεν πρέπει ν’ απορίχτουνται ουδέ πολλά να ολπίζουν (Eρωτόκρ. Δ´ 693).
- α) Aφήνω τον εαυτό μου:
- 1) Aπομακρύνομαι:
[<απορρίπτω. Τ. ‑ρίβγω στο Meursius (‑ειν). Η λ. (Βλάχ., ‑ρρ‑) και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορίχνω [aporíxno] ipf απόριχνα, aor απόριξα (subj απορίξω), pf & plupf έχω-είχα απορίξει, mediop απορίχνομαι, pf & plupf έχω-είχα αποριχτεί (D)
- ① get rid of, throw away, toss aside, jettison, drop (syn απορρίπτω 1, πετώ, ρίχνω):
- απόριξε τον καρπό, το μαχαίρι |
- απόριξε τα απομεινάρια, τα άχρηστα |
- το κύμα τον απόριξε μακριά |
- απόριξε το βιβλίο στην άκρη |
- δεν είχαν δύναμη τα δέντρα να τα θρέψουν (τα λεμονάκια) και τ' απόριχναν (Drosinis) |
- ενώ απορίχνονταν τα είδωλα, σύγχρονα οι πατέρες οικοδομούσαν τη μυστική τους διδασκαλία (Papatsonis) |
- τα προσωπεία δεν έχουν ακόμη αποριχτεί στην αποθήκη των αχρήστων (Panagiotop) |
- poem πού να πω τον πόνο μου, πού να τον απορίξω; (Krystallis)
- ⓐ abort, miscarry (syn αποβάλλω 3):
- ώσπου να την πάνε στο τελωνείο, είχε απορίξει το παιδί (Vlachogiannis) |
- πολλές γυναίκες στην όψη του ελιποθύμησαν και άλλες έγκυες απόριξαν (Karkavitsas) |
- σαν ξεφωνούσα στο υποστατικό μου, απόριχναν απ' το φόβο τους οι σκλάβες (Varnalis)
- ② fig get rid of, discard (near-syn αποβάλλω 1, ξεφορτώνομαι):
- αυτή η γωνιά της Tοσκάνας είχε απορίξει τη φεουδαλική βαρβαρότητα (KParaschos) |
- αν τον άφηνε να πηγαίνει σπίτι της, θα την είχε απορίξει και κείνη σα σκύβαλο (Panagiotop)
- ⓑ reject, dismiss (syn απορρίπτω 2):
- την ιδέα να τον σκοτώσουμε την είχαμε συλλογιστεί κάμποσες φορές, πάντα όμως την απορίχναμε (SValioulis) |
- και από ηθικούς λόγους μπορεί ν' απορίξει κανείς τη θεμελιακή ενότητα των πάντων (Lambridi)
- ③ mi απορίχνομαι throw o.s (syn ρίχνομαι):
- poem .. αγνάντευε τ' αγόρι | που 'χε γι' αυτήνε αποριχτεί στη λίμνη (Markoras)
[fr postmed, MG απορίχνω ← K (also pap), AG ἀπορρίπτω; s. also απορρίπτω]
- ① get rid of, throw away, toss aside, jettison, drop (syn απορρίπτω 1, πετώ, ρίχνω):