Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπωματίζω [apopomatízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) αφαιρώ το πώμα.
[λόγ. < ελνστ. ἀποπωματίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αποπωματίζω.
-
- Aφαιρώ το πώμα, ξεβουλώνω:
- (Γλυκά, Στ. 73).
[μτγν. αποπωματίζω]
- Aφαιρώ το πώμα, ξεβουλώνω:



