Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπυροδοτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποπυροδοτώ [apopiro∂otó] αποπυροδοτεί, aor subj αποπυροδοτήσω, (L)
  • deactivate (the firing device of), dearm:
    • προσπάθησε ν' αποπυροδοτήσει τη νάρκη

[neol, cpd of απο- & πυροδότης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες