Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπυροδοτώ [apopiro∂otó] αποπυροδοτεί, aor subj αποπυροδοτήσω, (L)
- deactivate (the firing device of), dearm:
- προσπάθησε ν' αποπυροδοτήσει τη νάρκη
[neol, cpd of απο- & πυροδότης]
- deactivate (the firing device of), dearm: