Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποπροσωποποιώ
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποπροσωποποιώ [apoprosopopió] αποπροσωποποιεί, aor subj αποπροσωποποιήσω
  • remove personal characteristics of, depersonalize:
    • η διάδοση των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας αποπροσωποποιεί τον βίο από τα τοπικά του στοιχεία |
    • έχουν συνομόσει τα πάντα, για ν' αποπροσωποποιήσουν τον άνθρωπο (Panagiotop)

[cpd w. προσωποποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go