Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπολιτικοποιώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποπολιτικοποιώ [apopolitikopió] αποπολιτικοποιεί, aor subj αποπολιτικοποιήσω, mediop αποπολιτικοποιούμαι, aor αποπολιτικοποιήθηκα, pf & plupf έχω-είχα αποπολιτικοποιηθεί, (L)
  • make non-political, remove political influence fr (ant πολιτικοποιώ):
    • προσπαθούν να αποπολιτικοποιήσουν και να αποπροσανατολίσουν το λαό |
    • η κορυφή του πολιτεύματος έχει εκ προοιμίου αποπολιτικοποιηθεί
  • ⓐ mi αποπολιτικοποιούμαι become non-political, shed political influence (ant πολιτικοποιούμαι):
    • ο στρατός ξαναβρίσκει την πειθαρχία του και αποπολιτικοποιείται

[neol, cpd w. πολιτικοποιώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες