Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπνευματώνω [apopnevmatóno] aor αποπνευμάτωσα (subj αποπνευματώσω), mediop αποπνευματώνομαι, aor αποπνευματώθηκα (subj αποπνευματωθώ), pf & plupf έχω-είχα αποπνευματωθεί, (L)
- ① render spiritual, spiritualize (syn πνευματοποιώ, πνευματώνω, ant αποπνευματοποιώ):
- βλέπει κανείς την προσπάθεια που καταβάλλεται, για ν' αποπνευματωθεί, να αποθεωθεί η φυσική σκληρότητα του ανθρώπου (Papanoutsos) |
- ο Σολωμός πασκίζει ν' αποπνευματώσει την αίσθηση, χωρίς να τη γυμνώσει από την πολύτιμη ζωική της ουσία (Panagiotop) |
- ο Λ. με την καλλιτεχνική επεξεργασία αποπνευμάτωσε τις μορφές (Athanasiadis-N) |
- το υπερφυσικό στοιχείο αποσβήνει κι αποπνευματώνει τον ρεαλισμό της σκηνής (Karantonis)
- ② mi αποπνευματώνομαι acquire spiritual character or attributes, become spiritual (syn πνευματοποιούμαι, πνευματώνομαι, ant αποπνευματοποιούμαι):
- η Δ. εκστασιάζεται, αποπνευματώνεται, παραληρεί (Athanasiadis-N) |
- το δράμα των τελευταίων δέκα χρόνων είχε πάρα πολύ αποπνευματωθεί (id.)
[neol, cpd w. πνευματώνω]
- ① render spiritual, spiritualize (syn πνευματοποιώ, πνευματώνω, ant αποπνευματοποιώ):