Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποπλύνω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπλύνω [apoplíno] -ομαι Ρ αόρ. απέπλυνα, απαρέμφ. αποπλύνει, παθ. αόρ. αποπλύθηκα, απαρέμφ. αποπλυθεί : (λόγ.) αποκαθιστώ κτ. ηθικά, εκδικούμαι, παίρνω ικανοποίηση για κτ. που με έθιξε, που με πρόσβαλε, ξεπλένω2: Επιχείρησε να αποπλύνει την προσβολή που του έγινε.

[λόγ. απο- πλύνω μτφρδ. του λαϊκού ξεπλένω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποπλύνω.
  • 1)
    • α) Πλένω για να καθαρίσω κάπ. ή κ.:
      • η Mαξιμού την εαυτής αποπλύνασα χείρα (Διγ. Gr. 3111
    • β) ξεπλένω:
      • (Kυνοσ. 59629
    • γ) (μεταφ.) πλένω, ξεπλένω, αποκαθαίρω, αποβάλλω το πάθος:
      • (Eρωτοπ. 594).
  • 2) Ξεπλένοντας σβήνω:
    • (Σταφ., Iατροσ. 24205).

[αρχ. αποπλύνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπλύνω s. αποπλένω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go