Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπλανεύω [apoplanévo] aor αποπλάνεψα
- lead astray, mislead, deceive (syn αποπλανώ 1, εξαπατώ, ξεπλανεύω, παραπλανώ):
- μας αποπλανεύει ο μύθος και μας αποφαίνεται πως μας πάει κοντά στην αιωνιότητα (Theodorakop) |
- μας αποπλάνεψε η φύση και τα επίκαιρα και είχαμε φύγει από το δρόμο του θεού (Papatsonis) |
- folks. ανάθεμά σε ξενιτειά και τρισανάθεμά σε, | .. | κ' εφέτος μ' αποπλάνεψες, μου παίρνεις και το γιο μου (Christovasilis)
[cpd w. πλανεύω]
- lead astray, mislead, deceive (syn αποπλανώ 1, εξαπατώ, ξεπλανεύω, παραπλανώ):