Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποπλένω [apopléno] -ομαι Ρ αόρ. απόπλυνα, απαρέμφ. αποπλύνει, παθ. αόρ. αποπλύθηκα, απαρέμφ. αποπλυθεί : (λαϊκότρ.) τελειώνω το πλύσιμο: Aπόπλυνε τα πιάτα κι άρχισε να τα σκουπίζει.
[αρχ. ἀποπλύνω μεταπλ. κατά το πλύνω > πλένω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπλένω [apopléno] (region. & L αποπλύνω) aor απόπλυνα (subj αποπλύνω)
- ① finish washing:
- τ' απόπλυνα τα ρούχα |
- folks. αν έπλυνες κι απόπλυνες, στο σπίτι να γυρίσεις (Theros)
- ② wash (the dirt) off, wash clean (syn ξεπλένω):
- στο έμπα του καιρού έκανε ένα δεύτερο νερό και τούτη τη φορά απόπλυνε τα χώματα και τις πέτρες (Petsalis) |
- εκεί αποπλύνω τη ζωή μου από τις μικρότητές της (Tsatsos) |
- poem .. άνοιξε κείνη την καρδιά σου· | ίσως την αποπλύνει η καταιγίδα (GIoannou)
- ⓐ fig wipe out, expunge, avenge (syn ξεπλένω):
- αποπλύνω προσβολή |
- για ν' αποπλύνουν την ύβρη οι κατακτητές, ετοιμάζουν σωστή εκστρατεία κατά της Γκιόνας (ChZalokostas, adapted)
[fr postmed (Somavera) αποπλύνω ← MG, PatrG ← K, AG]
- ① finish washing: