Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπατώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπατώ [apopató] Ρ10.9α : (παρωχ.) αφοδεύω, ενεργούμαι· χέζω.

[λόγ. < αρχ. ἀποπατῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπατώ [apopató] αποπατεί, ipf αποπατούσα, aor αποπάτησα (subj αποπατήσω)
  • move one's bowels, defecate (syn αποπατίζω):
    • κατάπινε τις λίρες κι όταν αποπατούσε, έπρεπε να σταματήσομε για να τις βρει (ChZalokostas) |
    • (ο φαντάρος) ήθελε ν' αποπατήσει κι αν του κρατούσε το μουλάρι, θα του 'δινε κουραμάνα (TAthanasiadis) |
    • poem .. οι λιγοστοί ψαράδες αποπατούν ελεύθερα στο μώλο (Ritsos)

[fr MG αποπατώ ← K, AG ἀποπατῶ (-έω)]

[Λεξικό Κριαρά]
αποπατώ (I).
  • Aφοδεύω:
    • (Iερακοσ. 45827).

[αρχ. αποπατέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
αποπατώ (II).
  • 1) Πατώ στερεά, δυνατά (πβ. αντιπατώ 1):
    • αποπατεί εις τες σκάλες του (Φλώρ. 670).
  • 2) Πατώ:
    • εις τ’ ακάνθι’ αποπατούσι (Λέοντ., Aίν. I 179).

[<πρόθ. από + πατώ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες