Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπαγώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αποπαγώνω.
  • Κάνω κάπ. να παγώσει εντελώς·
    • (παθ., εδώ μεταφ.) μένω σύξυλος από κ.:
      • O ξένος εκ το μήνυμαν ευθύς απεπαγώθην (Λόγ. παρηγ. O 701).

[<πρόθ. από + παγώνω. Η λ. (όω) στον άγ. Νεόφυτο τον Έγκλειστο (βλ. και LBG, λ. όομαι) και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπαγώνω [apopaγóno] aor αποπάγωσα
  • ① intr freeze completely (syn ξεπαγιάζω):
    • αποπαγώσαμε πάνω στο βουνό
  • ② trans freeze s.o. or sth completely:
    • ίδρωτας κρύος με αποπάγωσε (Palam)
  • ③ car, aviat etc remove the ice fr, de-ice (near-syn ξεπαγώνω):
    • ~ τα φτερά του αεροπλάνου

[fr MG (12th c.) αποπαγώνω, cpd w. παγώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες