Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποπαγοποιώ [apopaγopió] αποπαγοποιεί, aor subj αποπαγοποιήσω, (L)
- remove fr a frozen or fixed state, unfreeze (syn ξεπαγώνω):
- η κυβέρνηση θα αποπαγοποιήσει τη διένεξη για το κυπριακό
[neol, cpd w. παγοποιώ]
- remove fr a frozen or fixed state, unfreeze (syn ξεπαγώνω):