Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποπίνω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποπίνω [apopíno] Ρ αόρ. απόπια, απαρέμφ. αποπιεί : (λαϊκότρ.) πίνω εντελώς, τελειώνω ό,τι πίνω: Aφού απόφαγε και απόπιε, έπεσε για ύπνο.

[αρχ. ἀποπίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
αποπίνω.
  • Πίνω εντελώς:
    • (Pοδολ. Δ´ 370).

[αρχ. αποπίνω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποπίνω [apopíno] ipf απόπινα, aor απόπια (subj αποπιώ)
  • finish drinking:
    • απόπια, δε θέλω άλλο κρασί |
    • απόπιανε το κρασί, δεν αφήσανε στάλα |
    • περίμενα ν' αποπιώ τον καφέ μου |
    • είχαν φάει κι απόπιναν το κρασί τους με γουλιές (TAthanasiadis) |
    • πήρε την τσότρα και τράβηξε, παίρνοντας ανάσα βαθιά σαν απόπιε (Pasagiannis)

[fr postmed (Somavera), MG αποπίνω ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες