Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποξύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποξύω [apoksío] (& D αποξύνω) aor απόξυσα, (L)
  • ① scrape off (syn αποξέω 1):
    • ~ το χρώμα από το μάρμαρο
  • ② remove the scales fr (fish), scale (syn απολεπίζω 1):
    • δεν απόξυσα ακόμη τα ψάρια

[fr K, AG ἀποξύω w. being a blend of ἀποξέω & ἀποξύω; cf ἀποξέω & postmed (Somavera) & dial ἀποξιῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες